- περικάλυμμα
- τό1) оболочка;
πίσω απ' το περικάλυμμα — за оболочкой;
2) чехол;3) покров; 4) обёртка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πίσω απ' το περικάλυμμα — за оболочкой;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικάλυμμα — covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάλυμμα — το, ΝΑ [περικαλύπτω] καθετί που περιβάλλει, που καλύπτει ολόγυρα κάτι, περίβλημα, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. ένδυμα 2. μτφ. πρόσχημα … Dictionary of Greek
περικάλυμμα — το, ατος περίβλημα, σκέπασμα, περιτύλιγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικαλυμμάτων — περικάλυμμα covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύμμασιν — περικάλυμμα covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύμματα — περικάλυμμα covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύμματος — περικάλυμμα covering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
έντυμα — και ντύμα, το (AM ἔνδυμα, Μ και ἔντυμα(ν) και ντύμα) ένδυμα, περίβλημα, περικάλυμμα, φόρεμα, ρούχο («το νέο του ξεφυτρώνει πράσινο έντυμα λαμπρό», Σολωμ.) … Dictionary of Greek